Ιστορώντας τουριστικά τη Μύκονο!!

στηρίξει την οικονομία αλλά και τη ταυτότητά της σε αυτόν. Η ιστορικότητα του φαινομένου αναδεικνύεται από σειρές εγγράφων στο δημοτικού αρχε

Ιστορώντας τουριστικά τη Μύκονο!!
Ιστορώντας τουριστικά τη Μύκονο!!

στηρίξει την οικονομία αλλά και τη ταυτότητά της σε αυτόν.

Η ιστορικότητα του φαινομένου αναδεικνύεται από σειρές εγγράφων στο δημοτικού αρχείου και άρθρα στο τοπικό τύπο, κυρίως μεταξύ 1930 έως 1980.

 Η Μύκονος τον 19ο αιώνα δεν αποτελεί τουριστικό προορισμό. Παρόλα αυτά το νησί είναι τόπος προσέλκυσης επισκεπτών.

Ήδη υπάρχει μια τριβή της τοπικής κοινωνίας με μη ντόπιους που έρχονται ν’ αλέσουν στους ανεμόμυλους και πιο συστηματικά ακόμα, από τα μέσα του 19ου αιώνα οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου που διενεργούνται από Γάλλους, φέρνουν πιο κοντά τους ντόπιους με τους ξένους.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Δήλου φαίνεται να είναι καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη της Μύκονου ως τουριστικού προορισμού, καθώς κάθε αρχαιολάτρης επισκέπτης της, θα έκανε απαραίτητα μια στάση στη Μύκονο για φαγητό και ξεκούραση.

Στον εικοστό αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε ενδεικτικά τέσσερις φάσεις εξέλιξης του τουρισμού στο νησί.

Αρχικά από τα 1920 έως τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο με κορύφωση τη δεκαετία του 1930, όπου εμφανίζονται συστηματικά μαζικές επισκέψεις στο νησί για τουριστικούς λόγους.

Το 1925 στη Μύκονο υπήρχαν λίγα καφενεία και ταβέρνες, ενώ έκανε τα πρώτα του βήματα το ξενοδοχείο «Δήλος».

Οι πρώτες εκδρομές διοργανώνονται από την «Ένωση Μυκονίων» στην Αθήνα, σε συνεργασία με την τότε κοινότητα Μυκόνου.

Στο αρχείο υπάρχουν διαφημιστικές μπροσούρες από τις πρώτες εκδρομές και αλληλογραφία των διοργανωτών με το δήμο, ώστε να υποδεχτούν τους τουρίστες ετοιμάζοντας ένα μεσημεριανό τραπέζι και κάποιο χώρο για ξεκούραση επ’ αμοιβή στα σπίτια των κατοίκων.

Οι κάτοικοι της Μυκόνου έως τη δεκαετία του 1950 απασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με την εκμετάλλευση της γης και της θάλασσας.

Οι βασικοί τομείς εργασίας σε όλο το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου ήταν η γεωργία, η περιορισμένη κτηνοτροφία, η ναυτιλία και το εμπόριο.

Την ίδια δεκαετία στον τοπικό τύπο σχεδόν συστηματικά εμφανίζονται άρθρα για τον τουρισμό και τους κινδύνους του, κυρίως την αλλοίωση του φυσικού κάλλους και τη φθορά της πολιτισμικής ταυτότητας του νησιού.

Σύμφωνα με τα «Μυκονιάτικα Χρονικά» το 1933 έφτασαν στο νησί για παραθερισμό περίπου 2150 άτομα και 200 περίπου αλλοδαποί επισκέφτηκαν το μουσείο αρχαιοτήτων της Δήλου.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξαφανίζει εντελώς τη διοργάνωση εκδρομών και ταξιδιών. Το 1950 η Ελλάδα βγαίνει εντελώς εξαντλημένη οικονομικά από τους πολέμους και βρίσκεται χωρίς πρόγραμμα, η βιομηχανοποίηση απαιτεί χρόνο και ο τουρισμός δίνει γρήγορα μια λύση στα οικονομικά προβλήματα των τοπικών παραθαλάσσιων περιοχών και κυρίως του νησιωτικού χώρου.

Η δεύτερη φάση ξεκινάει μετά τον Πόλεμο έως το 1965. Από τις αρχές του 1950 παρατηρείται παράλληλα με την αύξηση του τουρισμού και μια πληθυσμιακή έκρηξη και αστικοποίηση στη Χώρα της Μυκόνου.

Τα έσοδα από τον τουρισμό αυξάνουν το εισόδημα των κατοίκων και ταυτόχρονα μετατρέπουν την αγροτική γη σε οικιστική, με δραματική αύξηση των τιμών της και των υποδομών της.

Από το 1953 αρχίζει μια συνεχής αύξηση του τουριστικού ρεύματος στο νησί η οποία σταθεροποιείται από το 1965 και έπειτα. Σταδιακά οι κάτοικοι στρέφονται στην πολυαπασχόληση.

Ο τουρισμός στη νησί αποτελείται από μια Ελίτ καλλιτεχνών, ανθρώπων των γραμμάτων, πολιτικών κ.α. που έστησε και το «μύθο» της Μυκόνου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μεγάλος όγκος αρχειακού υλικού του Δήμου Μυκόνου μετά το 1950 αποτελείται από την αλληλογραφία του, με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού.

Στις αρχές, λοιπόν αυτής της δεκαετίας, το νησί αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα στην υποδοχή της αυξημένης κίνησης τουριστών, κυρίως λόγο της έλλειψης υποδομών αλλά και της οικονομικής του κατάστασης.

Μια σειρά νέων υποδομών και υπηρεσιών δημιουργούνται μέσα σε δύο χρόνια, τουριστικός ξενώνας, περίπτερο επιβιβάσεως και αποβιβάσεως, νέο διοικητικό κτήριο, τουριστική επιτροπή, τουριστική αστυνομία κ.α.

Στη τρίτη φάση από το 1965 έως 1990 το νησί οδηγείται σε μία ταχύτατη «τουριστικοποίηση» στο επίπεδο τόσο της κοινωνικής όσο και της παραγωγικής δομής.

Η τοπική ανάπτυξη στηρίζεται αποκλειστικά στον τουρισμό.

Ο πληθυσμός αυξάνεται και το νησί γίνεται γνωστό σε παγκόσμιο επίπεδο προσελκύοντας χιλιάδες νέους και νέες για διασκέδαση.

Μετά το 1965 πολλοί νόμοι, διατάξεις, καθώς και η ιδιωτική πρωτοβουλία ευνοούν τον τουρισμό.

Στη Μύκονο αυτή την περίοδο παρατηρείται σημαντική αύξηση των τουριστικών υποδομών αλλά και σταδιακή αύξηση των ξένων επενδύσεων και η αγορά περνά στα χέρια των μη ντόπιων.

Ενδεικτικά τα ξενοδοχεία από δύο το 1961 γίνονται σαράντα το 1981 και τα δωμάτια από πενήντα-τέσσερα, οκτακόσια ενενήντα πέντε αντίστοιχα.

Η τέταρτη φάση από το 1990 έως σήμερα χαρακτηρίζεται από τη συστηματική μετατροπή του άνυδρου Κυκλαδίτικου τοπίου σε πυκνοκατοικημένη περιοχή.

Η τεράστια αύξηση των οικοδομών αλλά και η συνεχόμενη τουριστική κίνηση οδηγεί στην ανάπτυξη νέων υποδομών που δεν είναι εύκολο να ενταχθούν στο τοπίο.

Ο τουρισμός στο νησί φαίνεται να ξεπερνά τις αρχαιότητες, το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, προσανατολισμένος σε μια κατασκευασμένη νέο-ποπ μαζική σεξιστική κουλτούρα ξέφρενης διασκέδασης.

Εν κατακλείδι τόσο ο λόγος των ίδιων των κατοίκων, όσο και ο λόγος των τουριστών συνηγορεί πως η Μύκονο αναπτύσσεται τουριστικά εξ’ αιτίας της φυσικής της ομορφιάς, της γραφικότητάς των κατοικιών της και της φιλοξενίας των ντόπιων.

Οι κακές υποδομές για ταξιδιώτες στην ηπειρωτική Ελλάδα ευνοούν την ανάπτυξη του νησιωτικού τουρισμού και η γεωγραφική θέση της Μυκόνου μεταξύ Τήνου, όπου αναπτύσσεται από πολύ νωρίς ο θρησκευτικός τουρισμός και Δήλου, όπου ήταν το επίκεντρο όλων των τουριστικών εκδρομών, κάνει το νησί κέντρο διερχομένων τουριστών στις Κυκλάδες.

Παρότι η τοπική κοινωνία προσπάθησε αρχικά να αντισταθεί στην πολιτισμική και πολεοδομική αλλοίωση και παρά το γεγονός ότι ήδη από το 1950 φορείς, θεσμοθέτησαν με στόχο τη διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης, η Μύκονος αναπτύχθηκε άναρχα και η τοπική κοινωνία δεν αντιστάθηκε μπροστά στη αλλαγές που έφερε η τεράστια τουριστική κίνηση στο νησί.

Χρήστος Χρυσανθόπουλος

Ιστορικός, μεταπτυχ. Φοιτ. Παντείου Πανεπιστημίου, Σεμινάρια Ερμούπολης 2011

Πρώτη δημοσίευση 31 Αυγούστου 2011