Tax on separation: 8+1 μυστικά και παγίδες για χωριστές φορολογικές δηλώσεις

Tax on separation / Παγίδες που μπορεί να οδηγήσουν σε άδικες υπερχρεώσεις με φόρο εισοδήματος κρύβει η επιλογή της υποβολής χωριστής φορολογικής δήλωσης από έναν ή και από τους δύο συζύγους ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης.

Tax on separation: 8+1 μυστικά και παγίδες για χωριστές φορολογικές δηλώσεις

Παγίδες που μπορεί να οδηγήσουν σε άδικες υπερχρεώσεις με φόρο εισοδήματος κρύβει η επιλογή της υποβολής χωριστής φορολογικής δήλωσης από έναν ή και από τους δύο συζύγους ή συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης. Τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων διαβίωσης θα είναι υψηλότερα για όσους έγγαμους προβούν σε αυτή την επιλογή.

Επιπλέον, για όσους υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας δεν θα υπάρχει καμία δυνατότητα μεταφοράς ποσών από τη δήλωση του ενός στη δήλωση του άλλου προκειμένου να καλυφθούν υψηλά ποσά τεκμηρίων ή τυχόν αδυναμία του ενός να καλύψει το 30% του ετήσιου εισοδήματός του με ηλεκτρονικά εξοφληθείσες δαπάνες αγοράς. Αποτέλεσμα θα είναι η υπερφορολόγηση του ενός εκ των δύο συζύγων.

Παρ’ όλα αυτά, από χθες τέθηκε σε λειτουργία στην ψηφιακή πύλη της ΑΑΔΕ (www.aade.gr) η ηλεκτρονική εφαρμογή στην οποία όσοι θέλουν να υποβάλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις μπορούν να κάνουν αυτή την επιλογή, ώστε όταν ανοίξει η πλατφόρμα για την υποβολή των δηλώσεων να τους παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα.

Φορολογικές δηλώσεις: Βασικά σημεία

Οι έγγαμοι φορολογούμενοι καθώς και όσοι έχουν συνάψει σύμφωνα συμβίωσης θα πρέπει, πάντως, να έχουν υπόψη τους τα εξής:

1 Οι έγγαμοι και οι συνάψαντες σύμφωνα συμβίωσης μπορούν να υποβάλουν φέτος χωριστά τις φορολογικές τους δηλώσεις, ο καθένας για τα εισοδήματά του, μόνο εφόσον ο ένας εκ των δύο θα έχει γνωστοποιήσει την επιλογή του αυτή στην ΑΑΔΕ μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2023. Την επιλογή για χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος αρκεί να τη γνωστοποιήσει οποιοσδήποτε από τους δύο.

2 Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, το εισόδημα του κάθε ανήλικου εξαρτώμενου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο ή τη συμβίωση και δεν έχει υποχρέωση υποβολής δικής του δήλωσης προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.

3 Στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων. Κι αυτό διότι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων βαρύνουν τον καθένα ατομικά. Συνεπώς, εάν π.χ. η σύζυγος έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα και τα τεκμήρια τής προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε πολύ μεγάλο ύψος, δεν μπορεί να καλύψει την επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος επικαλούμενη τα εισοδήματα του συζύγου. Αυτόματη κάλυψη τεκμηρίων του ενός από τα εισοδήματα του άλλου γίνεται μόνο εφόσον υποβληθεί κοινή δήλωση. Ουσιαστικά, σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους ή του συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης.

4 Σε κάθε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για τον κάθε σύζυγο, ενώ στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ισχύει ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης 5.000 ευρώ και για τους δύο (2.500 ευρώ για τον καθένα).

5 Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων δεν υπάρχει επίσης δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού ηλεκτρονικά εξοφληθεισών δαπανών από τον έναν σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη του 30% του ετήσιου εισοδήματος. Δηλαδή, εάν π.χ. ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει πραγματοποιήσει δαπάνες που καλύπτουν το 30% του εισοδήματός του, δεν μπορεί να γίνει μεταφορά περισσεύματος δαπανών από τον άλλο σύζυγο, διότι οι δηλώσεις έχουν υποβληθεί χωριστά. Η μεταφορά του περισσεύματος των δαπανών από τον έναν στον άλλο γίνεται αυτόματα κατά την εκκαθάριση της δήλωσης μόνο εφόσον αυτή υποβληθεί από κοινού.

6 Σε κάθε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, η κύρια κατοικία δηλώνεται από τον κάθε σύζυγο στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτής σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης, αντίστοιχα.

7 Στις περιπτώσεις χωριστών δηλώσεων, εφόσον ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιόκτητη είτε δωρεάν παραχωρημένη, ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, οφείλει, στη χωριστή δήλωση, να συμπληρώσει τον κωδικό 801 του πίνακα 6 με τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου, καθώς και τον κωδικό 092 που αφορά στη φιλοξενία, επιλέγοντας, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, τη νέα ένδειξη «συνοίκηση με σύζυγο», η οποία έχει προστεθεί στον αναδυόμενο πίνακα επιλογών.

8 Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων, τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο, καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα πρέπει να δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους, ώστε και οι δύο, εφόσον είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι, να δικαιούνται αφορολόγητο προσαυξημένο με βάση τον αριθμό των τέκνων.

Τι ισχύει για τεκμήρια και Ι.Χ.

Σε κάθε περίπτωση έγγαμων ή συναψάντων σύμφωνο συμβίωσης, είτε υποβάλουν από κοινού τη δήλωση είτε χωριστά, διενεργείται και φέτος ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και εκδίδονται δύο εκκαθαριστικά σημειώματα, ένα για κάθε σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης. Αυτό, στην περίπτωση της υποβολής κοινής δήλωσης, δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για την κύρια κατοικία, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, ούτε τον τρόπο κάλυψης των τεκμηρίων ούτε την κατοχύρωση του αφορολογήτου.

Οι κανόνες οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση με τεκμήριο του καθενός ανάλογα με το τι πραγματικά κατέχει επί ακινήτων και αυτοκινήτων, κάλυψη των τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου και κάλυψη του 30% του εισοδήματος του ενός με δαπάνες του άλλου εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται κανονικά για όσους έχουν υποβάλει κοινές δηλώσεις.

Η διαφορά είναι μόνο ότι, εξαιτίας της έκδοσης δύο ξεχωριστών εκκαθαριστικών, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο (επιστροφή φόρου) του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο του άλλου, ενώ στην περίπτωση που έχουν και οι δύο εκκαθαριστικά σημειώματα με πιστωτικά ποσά, αυτά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.