Η Μύκονος αγκάλιασε την παρουσίαση του βιβλίου "Το κελάρι της ντροπής" της Χρυσηίδας Δημουλίδου!

στη διάρκεια της εκδήλωσης δείχνοντας την αγάπης τους στην συγγραφέα και το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το καινούργιο της έργο. Σε ιδιαίτερα

Η Μύκονος αγκάλιασε την παρουσίαση του βιβλίου "Το κελάρι της ντροπής" της Χρυσηίδας Δημουλίδου!
Η Μύκονος αγκάλιασε την παρουσίαση του βιβλίου "Το κελάρι της ντροπής" της Χρυσηίδας Δημουλίδου!

στη διάρκεια της εκδήλωσης δείχνοντας την αγάπης τους στην συγγραφέα και το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το καινούργιο της έργο.

Σε ιδιαίτερα ζεστή ατμόσφαιρα το βιβλίο προλόγισε η φιλόλογος και ιστορικός Άννα Γρυπάρη αναφερόμενη στη ζωή και το έργο της συγγραφέως προβάλλοντας σχετικά "σλάϊτς" αλλά και στατιστικές πληροφορίες που αφορούσαν την κακοποιημένη γυναίκα και παιδί ενώ την παρουσίαση έκαναν η συγγραφέας και η ηθοποιός και πρωθιέρεια σε Ολυμπιακούς Αγώνες Θάλεια Προκοπίου πού διάβασαν αποσπάσματα του ρεαλιστικού βιβλίου καθηλώνοντας και προκαλώντας βαθύτερους προβληματισμούς από το πρώτο μόλις ανάγνωσμα στους παρευρισκόμενους και στο σπάνιο για την Μύκονο όρθιο κοινό, σε παρουσίαση βιβλίου, εισπράτοντας θερμά χειροκροτήματα.

Το βιβλίο «Tο κελάρι της ντροπής» - της Χρυσηίδας Δημουλίδου που άλλαξε τον συγγραφικό χάρτη της Ελλάδας και έγινε η πιο ακριβή μετεγγραφή στο χώρο του ελληνικού βιβλίου- είναι μια μυθιστορηματική αφήγηση πού αποστρέφεται τη μορφή της γλώσσας του κατεστημένου και θίγει την σκληρή πραγματικότητα που συναντά κανείς πίσω από τις κλειστές πόρτες της «περιοριστικής» ελληνικής οικογένειας και εστιάζει στους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της, την ενδοοικογενειακή βία, την παιδική και γυναικεία κακοποίηση.

Πρόκειται για μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο η συγγραφέας σκιαγραφεί τη ζωή τριών αδελφών της Δήμητρας, της Αναστασίας και της Μυρτούς πού μεγαλώνουν στη σκιά ενός πατέρα αφέντη ο οποίος μία μέρα τις εγκαταλείπει και εξαφανίζεται δίνοντας τους λύτρωση από τους περιοριστικούς κανόνες πού τους είχε επιβάλλει.

Τα κορίτσια μεταναστεύουν σε τρεις διαφορετικές ηπείρους και με τον καιρό οι οικογενειακοί δεσμοί κόβονται. Επειτα από πολλά χρόνια δέχθηκαν ένα τηλεφώνημα για τον επικείμενο θάνατο της μάνας τους και η επιστροφή στο χωριό τους γίνεται επιτακτική. Συναντιούνται στην κηδεία και έρχονται αντιμέτωπες με μυστικά του παρελθόντος πού γυρίζει στο παρόν ζητώντας απαντήσεις.

Απαντήσεις ως προς το Γιατί;

Γιατί τις παράτησε ο πατέρας τους;

Γιατί εγκατέλειψαν τη μάνα τους στην τύχη της;

Γιατί το πατρικό τους δεν πρέπει να φύγει από τα χέρια τους;

Ποιο μυστικό κρύβει το κελάρι στο υπόγειο του σπιτιού;

Οι τρεις αδελφές πάνω από την ετοιμοθάνατη μάνα κάνουν μόνο μια ερώτηση: «Μάνα, όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν καθάρισες την ντροπή;»

Την παρουσίαση τίμησαν με την παρουσία τους η Δημαρχεύουσα κ. Ειρήνη Γρυπάρη, ο νεοεκλεγείς Δήμαρχος Μυκόνου κ. Κωνσταντίνος Κουκάς, ο Πρόεδρος της ΚΔΕΠΠΑΜ Μιλτιάδης Ατζαμόγλου, μέλη του Δημοτικού συμβουλίου, νεοκλεγέντες Δημοτικοί Σύμβουλοι καθώς και ο Jeffrey Siger συγγραφέας του βιβλίου " Murder in Mykonοs".

Διαβάστε παρακάτω αποσπάσματα του νέου μυθιστορήματος της συγγραφέως:

Και σαν η Δήμητρα τέλειωσε δημοτικό και έφερε το απολυτήριο της με άριστα έτρεξε ασταμάτητα από το σχολείο μέχρι το σπίτι της γελώντας για να το δείξει υπερήφανα στον πατέρα της.

«Πατέρα! Πατέρα! » του είπε λαχανιασμένη σαν έφτασε. «Πήρα το απολυτήριο μου με δέκα και έπαινο» του είπε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια

Ο Δημητρός που άρμεγε μαζί με την Βαγγελιώ στο μαντρί, γύρισε και την κοίταξε αδιάφορα. «Έλα να κρατήσεις την προβατίνα γιατί σήμερα δεν κατεβάζει γάλα και κουνιέται συνέχεια»

«Πήρα άριστα πατέρα επανέλαβε τα κορίτσι πιστεύοντας πως δεν την έχει ακούσει. Κι αύριο που έχουμε την αποχαιρετιστήρια γιορτή στο σχολείο, ο δάσκαλος με έβαλε να πω το μεγαλύτερο ποίημα».

«Άντε επιτέλους τέλειωσε κι αυτό το σχολειό και δεν θα φεύγεις τα πρωινά με τόσες δουλειές που έχουμε εδω. Ελα να με βοηθήσεις» είπε νευριασμένα.

Η Δήμητρα δεν είπε τίποτε και αφήνοντας το πολύτιμο ενδεικτικό της πάνω στα άχυρα, πήγε να βοηθήσει. Θα μιλούσαν γι αυτό την ώρα του φαγητού.

«Γυμνάσιο; Τι το θες εσύ το Γυμνάσιο;» της είπε την ώρα που έτρωγαν όλοι μαζί.

«Μα πατέρα είμαι καλή μαθήτρια , παντού έχω δέκα, ακόμη και στην αριθμητική.»

«Ε και; Είσαι καλή στα μαθήματα, αλλά είσαι καλή και στην μαγειρική και καιρός να αναλάβεις το φαγητό. Η μάνα σου δεν τα προλαβαίνει όλα.»

«Δηλαδή δεν θα πάω στο γυμνάσιο;» Του είπε φανερά έκπληκτη. «Όλες οι συμμαθήτριές μου θα πάνε, ακόμη και η Φωτεινή του Μπάσκα που είναι κούτσουρο».

«Αυτό να το ξεχάσεις. Έχουμε πολλές φουρτούνες και χρειαζόμαστε βοήθεια. Και Δημοτικό που σας στέλνω, πολύ είναι και αυτό το κάνω γιατί είναι υποχρεωτικό. Όμως γυμνάσιο δεν χρειάζεται. Ότι έμαθες, έμαθες. Καιρός να αναλάβεις το σπιτικό και τις αδελφάδες σου» .

«Εγώ θέλω να πάω στο γυμνάσιο, θέλω να γίνω δασκάλα!» τόλμησε να υψώσει την φωνή,

«Άκουσες τι σου είπα εγώ;»

«Θέλω να πάω στο Γυμνάσιο» πατέρα, αποκρίθηκε εκείνη και σηκώθηκε από την καρέκλα της χτυπώντας με πείσμα το πόδι κάτω στο δάπεδο.

Ο Δημητρός κοίταξε το ψηλό και λεπτό σαν μίσχο κορίτσι του με την χοντρή μέχρι την μέση της κοτσίδα και παρατώντας το πιρούνι του σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε.

«Τι είπες μωρή γλωσσού;»

«Θέλω να γίνω δασκάλα» ξανάπε το κορίτσι με πείσμα.

Τότε σήκωσε το βαρύ του χέρι και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο Το κορίτσι χάνοντας την ισορροπία του έπεσε στο δάπεδο κι εκείνος έφτυσε επάνω της. «Φτου σου για να μάθεις ν αντιμιλάς. Χάσου τώρα από τα μάτια μου μη σ αρχίσω στις κλωτσιές που θα μου πεις εσύ ότι θέλεις να γίνεις δασκάλα.»

Η μικρή έβγαλε ένα μακρόσυρτο λυγμό και μετά αρπάζοντας το ενδεικτικό της ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Η οκτάχρονη Αναστασία και η εξάχρονη Ερατώ κοίταξαν τρομαγμένες τον πατέρα τους. «Κι εσείς γρήγορα στα δωμάτια σας και μη κατεβείτε αν δεν σας φωνάξω!» Οι μικρές έτρεξαν αμέσως ξοπίσω από την αδελφή τους. «Ακούς εκεί μια σταλιά σκατό να χτυπά το πόδι κάτω. Αυτά τους μαθαίνεις όταν λείπω από το σπίτι;» είπε και κοίταξε την γυναίκα του που είχε μαρμαρώσει κι αυτή.

«Τι να τους μάθω εγώ Δημητρό μου; Μόνη της τα λέει».

«Θα την κουρέψω σαν το γίδι και τότε να δεις αν θα ξαναμιλήσει για γυμνάσιο και τέτοιες χαζομάρες».

«Είναι όμως καλή μαθήτρια και διαβάζει. Γιατί να μην πάει στο Γυμνάσιο; Ας την στείλουμε δοκιμαστικά. Ίσως να μην της αρέσει.»

«Τι λες μωρή γυναίκα; Λώλεψες κι εσύ μαζί με την θυγατέρα σου; Να τα κάνει τι τα γράμματα;»

«Μα δεν είναι κακό νάχεις δασκάλα θυγατέρα Δημητρό. Θα καμαρώνει και το χωριό.»

«Ναι αλλά για να γίνει δασκάλα θα πρέπει να ξεπορτίζει από το σπίτι. Και ποιος θα φροντίζει τα ζωντανά; Εγώ σε λίγο δεν θα μπορώ να τα πηγαίνω κάθε μέρα για βοσκή. Δηλαδή θα την ταΐζω και θα την ποτίζω κι εκείνη αντί να προσφέρει, θα πηγαινοέρχεται σχολείο και θαχει και πάρε δώσε με αγόρια;»

«Κορίτσι είναι Δημητρό μου, αυτά θα συμβούν αργά ή γρήγορα.»

Εκείνος σηκώθηκε από το τραπέζι όρθιος

«Άκου να σου πω Βαγγελιώ και βάλτο καλά στο κεφάλι σου. Τους άνδρες που θα πάρουν οι θυγατέρες μου, θα τους διαλέξω εγώ και όχι αυτές. Και για συμμάζεψε τες γιατί δεν θάχουμε καλά ξεμπερδέματα εδώ μέσα.» Είπε και έφυγε από το σπίτι βροντώντας την πόρτα πίσω του.

Η Βαγγελιώ στέναξε και κούνησε το κεφάλι της. Σαν ο άνδρα της έλεγε μια κουβέντα, δεύτερη δεν υπήρχε. Τι νάκανε κι αυτή η δόλια; Να του πάει κόντρα και να έχουν φασαρίες μέσα στο σπίτι; Ύστερα δεν είχε μάθει να σηκώνει το κεφάλι. Δεκατρία χρόνια τώρα παντρεμένοι, δεν του είχε φέρει ποτέ αντίρρηση. Και γιατί να του φέρει;

Αν δεν ήταν αυτός θάταν ακόμη υπηρέτρια στην θειά Τασσώ ή υπηρέτρια σαν τις αδελφές της. Από τότε που πήραν τις μικρότερες και τις πήγαν σε ορφανοτροφείο δεν τα είχε ξαναδεί. Εκείνη την είχε κρατήσει η θειά της για να κάνει τις βαριές δουλειές και να φυλάει τα δικά της παιδιά δυό ανήμερα δίδυμα, παρά γιατί την είχε πονέσει.

Υπηρέτρια ήταν και πάλι. Κάπου κάπου λάμβανε νέα από τον πρόεδρο του χωριού της κι έτσι έμαθε πως τα δύο αδελφές της μετά το ορφανοτροφείο πήγαν των οματιών τους και έφυγαν για την Αθήνα. Από τότε τις έχασαν οριστικά και κανείς δεν είχε νέα τους. Ζούσαν δεν ζούσαν , είχαν φαμίλιες, δεν είχε ιδέα. Σχεδόν είχε ξεχάσει πώς έχει αδέλφια. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Άραγε εκείνες θυμόταν πως είχαν μια μεγαλύτερη αδελφή που τις φρόντιζε μικρές;

Ήθελε να μάθει, τουλάχιστον αν είναι καλά, αλλά πως; Γράμματα δεν κατείχε να στείλει κάποιο γράμμα και ο παλιός πρόεδρος του χωριού που γνώριζε πέντε πράγματα, είχε πια πεθάνει. Δεν ήξερε ποιον να ρωτήσει και αν το έλεγε στον Δημητρό θάχαν φασαρίες. Μια φορά τόλμησε παλιότερα να πει ότι ήθελε να μάθει νέα τους κι εκείνος την κοίταξε τόσο παράξενα που τρόμαξε.

«Τι τις θες τις αδελφές σου; Πάει αυτές έφυγαν όπως και οι δικές μου κι εσύ είσαι εδώ.»

«Να μάθω Δημητρό μου, αν είναι καλά»

«Καλά είναι και ούτε που θέλουν να ξέρουν για σένα»

«Και πως το κατέχεις εσύ αυτό;»

«Όλα τα κατέχω εγώ. Τι θες τώρα να σε πάω και στην Αθήνα να τις δεις; Πιστεύεις ότι έγιναν τάχα υπηρέτριες όπως σου είπαν από το χωριό σου; Παστρικές έγιναν»

«Παστρικές; Και τι είναι αυτό;»

«Πουτάνες» της είπε και την αποστόμωσε. Κάτι είχε ακούσει γι αυτές τις γυναίκες. «Μωρή πιστεύεις ότι οι γυναίκες που πάνε στην Αθήνα είναι τίμιες; Παστρικές είναι όλες τους για αυτό και δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί. Μια φορά πήγα και σιχάθηκα. Όλες τους με μπογιές στο πρόσωπο σαν καραγκιόζηδες. Α, να χαθούν οι βρώμες».

«Πήγες στην Αθήνα άντρα μου»; Τον ρώτησε με θαυμασμό

«Πήγα σαν ήμουν νιος που να μην έσωνα, να δω τι είναι η πρωτεύουσα κι αν μπορώ να κάνω δουλειές με τα ζώα εκεί».

«Και πως είναι η πρωτεύουσα;» ρώτησε με ολοφάνερη περιέργεια.

«Τι νάναι γυναίκα; Μια ξετσιπωσιά. Επιτρέπεται να φοράν οι γυναίκες παρδαλά στενά φουστάνια με ξόφτερνα παπούτσια και να φαίνεται η γάμπα τους; Και απ τα φορέματα να φαίνονται τα βυζιά τους; Με πήγαν και σ ένα καμπαρέ εκεί κάτω στο λιμάνι του Πειραιά στην Τρούμπα, και εκεί τις είδα και ξεβράκωτες. Ένα βρακί φόραγαν με φτερά και πούπουλα. Δεν πίστευα αυτά που έβλεπα. Ήρθε μια και τρίφτηκε επάνω μου και μετά μου ζήταγε πιοτί και παρά».

«Κι εσύ τι έκανες;» Τον ρώτησε πραγματικά σοκαρισμένη

«Της έδωσα ένα φούσκο κι έγινε μεγάλη φασαρία. Αντί να μου πούν μπράβο, μου ζήτησαν και τα ρέστα. Έφυγα κι ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω το πόδι μου ποτέ εκεί. Όλες είναι παστρικιές! Κι ύστερα θες να στείλω και την κόρη μου στην Αθήνα τάχα για να γίνει δασκάλα και να γυρίζει κι αυτή μ ένα βρακι με φτερά; Πουτάνα την θες την κόρη σου;»

Η Βαγγελιώ σιώπησε. Μπορεί η ίδια να μην είχε πάει στην Αθήνα, όμως για το λέει ο άνδρα της έτσι θάταν. Κι αν η θυγατέρα της γινόταν μια από αυτές; Ίσως νάχε δίκαιο ο Δημητρός.

Άρχισε να μαζεύει τα σχεδόν γεμάτα πιάτα των κοριτσιών που δεν είχαν προλάβει ν αποτελειώσουν το φαγητό τους μ αυτή την φασαρία. Μετά άναψε το κάρβουνα στο μαγκάλι για να ζεστάνει το σίδερο για σιδέρωμα και μέχρι να ροδίσουν τα κάρβουνα ανέβηκε στον επάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο τους. Οι θυγατέρες της κοιμόταν όλες μαζί σ ένα δωμάτιο εκείνο με την ξυλόσομπα που τους είχε αγοράσει ο πατέρας τους για να μην κρυώνουν.

Ήταν το μεγαλύτερο και έβλεπε μπροστά στην αυλή αντίθετα με το άλλο που έβλεπε πίσω στο μαντρί. Στο μονό ντιβάνι στην μια γωνιά κοιμόταν η μεγάλη και στο διπλό οι δύο οι μικρότερες. Η Δήμητρα έκλαιγε μπρούμυτα επάνω στο ντιβάνι αναλογιζόμενη ότι θα έχανε τη ευκαιρία να βρίσκεται κοντά στον Τριάντη, ενώ η Αναστασία και η Ερατώ δίπλα της προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν

«Δήμητρα!» της είπε αυστηρά.

Το κορίτσι σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της και την κοίταξε. Το αριστερό της μάγουλο ήταν πρησμένο και το μάτι της είχε μελανιάσει. «Να ιδώ πως θα πας στο σχολείο αύριο που είναι η αποχαιρετιστήρια γιορτή και έχεις και ποίημα να πεις με τέτοια μούτρα. Τι θα πεις στον δάσκαλο σου; Είδες τι παθαίνεις για να αντιμιλάς στον πατέρα σου;»

«Γιατί καλέ μάνα να μην πάω στο Γυμνάσιο; Γιατί να μην γίνω δασκάλα; Η Σταυρούλα και η Τρυφωνιά που είναι μαθήτριες του επτά και του έξι και το κούτσουρο η Φωτούλα θα πάνε και εγώ θα μείνω στο χωριό να βόσκω τα ζωντανά;»

«Να λες και δόξα τω Θεώ που δεν θα πας να γίνεις παστρικιά»

«Παστρικιά; Τι πα να πει αυτό καλέ μάννα;»

«Μια γυναίκα του δρόμου. Αυτό πα να πει. Μη ρωτάς περισσότερα. Ο πατέρας σου ξέρει καλύτερα».

Το κορίτσι δεν κατάλαβε. Δηλαδή οι δασκάλες είναι παστρικές; «Και τι είναι του δρόμου;» Ρώτησε σκουπίζοντας τα δάκρυά της.

«Δεν ξέρω, όμως οι σπουδές δεν είναι για καλό. Να καθίσεις στ αυγά σου και να μην αντιμιλάς. Σήκω τώρα να ρίξεις κρύο νερό στο πρόσωπό σου γιατί θα χειροτερέψει. Κι αύριο να πεις ότι χτύπησες ενώ καθάριζες το μαντρί.»

Η Δήμητρα υπάκουσε όμως αυτό το παστρικιά της κόλλησε στο μυαλό. Οι αδελφές της που δεν κατάλαβαν πολλά, δεν ρώτησαν. Την άλλη μέρα Σάββατο ήταν η μεγάλη γιορτή του αποχαιρετισμού, ειδικά για τους τελειόφοιτους και δεν μπορούσε να απουσιάσει γιατί είχε και ποίημα να πει. Έπλυνε καλά το προσωπάκι της με άφθονο νερό και μετά η μάνα της έκοψε μια πατάτα και την έβαλε από πάνω. Την επομένη πήγε στο σχολείο με τις αδελφάδες της χωρίς την συνοδεία των γονιών της που είχαν δουλειές. Ο Τριάντης που την είδε από μακριά να έρχεται την πλησίασε όλος χαρά που κόπηκε μόλις είδε το μελανό της μάτι.

«Τι έπαθες εδώ Δημητρούλα ;» την ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον

«Με χτύπησε ο τράγος στο μαντρί, δεν είναι τίποτε θα περάσει.»

«Πονάς;»

«Όχι δεν πονάω καθόλου». Εκείνος την κοίταξε με δυσπιστία σουφρώνοντας τα δύο του φρύδια. «Μη νοιάζεσαι Τριάντη αλήθεια σου λέω δεν πονώ. Έλα τώρα μη στεναχωριέσαι.» Δεν τολμούσε να του πει ότι τελικά δεν θα πήγαινε στο γυμνάσιο. Πώς να του δώσει τέτοια μεγάλη απογοήτευση; Εκείνος περίμενε πως και πώς να τελειώσει εκείνη το δημοτικό για να ξαναβρίσκονται μαζί κάθε μέρα στο λεωφορείο μέχρι την πόλη. Θα είχαν στην διάθεσή τους πάνω από μία ώρα πήγαινε έλα κάθε μέρα να τα λένε. Δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο κίνητρο για να ξεκινά και να τελειώνει όμορφα η μέρα τους.

Τα δύο παιδιά προχώρησαν μέσα στην τάξη και έσμιξαν με τους άλλους συμμαθητές τους. Σήμερα ήταν μια γιορτινή μέρα και ήθελαν να την χαρούν με την καρδιά τους. Φυσικά το μελάνιασμα δεν πέρασε απαρατήρητο, ούτε φυσικά και από την παλιά της δασκάλα η δεσποινίς Ελένη την κοίταξε περίεργα

«Για να δώ το μάτι σου Δημητρούλα. Πω πω..μα αυτό έχει μελανιάσει ολόκληρο. Που χτύπησες παιδί μου;»

«Με χτύπησε στο μαντρί ο τράγος μας» της αποκρίθηκε αμήχανη. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα κυρίως στους δασκάλους της που τους σεβόταν πολύ. Εκείνη σαν να μην πείστηκε εξέτασε το μάτι

«Περίεργο χτύπημα Δήμητρα. Μήπως να σε πάμε στην πόλη να σε δει γιατρός; Μπορείς να πεις το ποίημα σου;»

«Μπορώ δεσποινίς δασκάλα, δεν πονάω» είπε ψέματα.

Και το είπε μια χαρά αν και το προσωπάκι της έδειχνε μαραμένο και δεν έλαμπε όπως χθες όταν της έδωσαν το ενδεικτικό της. Σα τελείωσε η γιορτή και έφυγαν τα παιδιά η Δήμητρα έμεινε καθισμένη στο θρανίο της σα να μην ήθελε να το αποχωριστεί. Η δασκάλα που μπήκε στην αίθουσα για να ξεκρεμάσει τα στολίδια, την κοίταξε με συμπάθεια.

Την είχε ξεχωρίσει από την πρώτη τάξη και μετά την ανέλαβε ο συνάδελφος της ο Παλαιολόγου όμως δεν έχασαν την επαφή τους. Ήταν ένα ευγενικό παιδί αν και λίγο περίεργο στην συμπεριφορά του.

Πρώτη αυτή είχε διακρίνει την μεγάλη της συμπάθεια για τον Τριάντη και της άρεσε που νοιαζόταν τόσο πολύ ο ένας το άλλο. Αν η Δήμητρα είχε γίνει άριστη μαθήτρια, το όφειλε εν μέρει και σε εκείνον που ήταν ο καλύτερος μαθητής όλου του σχολείου.

«Τι είναι Δημητρούλα; Δεν θέλεις να αφήσεις το σχολείο σου; Δεν θα είναι για πολύ. Σε τρεις μήνες θα είσαι μαθήτρια του Γυμνασίου και θα βαρεθείς να κάθεσαι σε θρανία»

«Δεσποινίς »…είπε το κορίτσι διατακτικά

«Ναι Δημητρούλα»

«Δεν θα πάω στο Γυμνάσιο»

«Γιατί; Εσύ είσαι η πρώτη μαθήτρια στην τάξη σου και θέλεις να γίνεις δασκάλα».

«Δεν μ αφήνει ο πατέρας μου».

«Μα για πιο λόγο; Δεν υπάρχουν χρήματα να σε στέλνει με το λεωφορείο;»

«Δεν είναι αυτό..»

«Τότε;»

«Λέει.. να λέει πως οι δασκάλες είναι παστρικιές. Τι πα να πει παστρικιά κυρά δασκάλα;»

Η δασκάλα της την κοίταξε κατάπληκτη

«Τι είπες Δημητρούλα;» Ρώτησε σαν να μην άκουσε καλά. «Παστρικιές; Είπες παστρικιές; Είσαι σίγουρη πως άκουσες καλά;»

«Ναι κυρία, έτσι είπε στην μάννα μου κι εκείνη μου το είπε . Είναι κακό να είσαι παστρικιά;»

Η δασκάλα δεν ρώτησε περισσότερα. Πήγαινε στο σπίτι σου και να ξεχάσεις αυτή την λέξη. Να μη την ξαναπείς ποτέ. Έλα να σ αγκαλιάσω.

Αποχαιρετίστηκαν και αμέσως μετά η δασκάλα μίλησε με τον Παλαιολόγου και μετά μήνυσε τον πρόεδρο του χωριού Θανάση Καραμιχαλέα και τον παπά Γιώργη γι αυτά που άκουσε από το στόμα ενός παιδιού. Την επομένη τον κάλεσαν στο σχολείο.

«Ντροπής πράγματα Δημητρό είναι αυτά είπε αυστηρά ο παπά Γιώργης. Εσύ ένας άνθρωπος του Θεού να μιλάς έτσι για την δασκάλα μας που μαθαίνει γράμματα στα παιδιά σου και δεν μας έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα;

«Ντροπή Δημητρό» είπε και πρόεδρος. «Πως τόλμησες να το πεις αυτό για τις δασκάλες που μοχθούν εδώ στα χωριά μας για να μάθουν στα παιδιά μας πέντε γράμματα;»

«Γιατί το είπατε αυτό κύριε Τσιρίγκο;» Ρώτησε και η δεσποινίς Ελένη φανερά ενοχλημένη. «Μάθατε κάτι άσχημο για μένα; Αν ναι, παρακαλώ να το πείτε τώρα μπροστά σε όλους.»

Ο Παλαιολόγου τον κοίταξε πολύ αυστηρά. Ο Δημητρός τα έχασε για τα καλά. Πήγε στο σχολείο γιατί τον κάλεσε ο πρόεδρος χωρίς να φαντάζεται καν τον λόγο και τώρα ένοιωθε πως βρισκόταν σε δικαστήριο. Πρώτη φορά στην ζωή του ένοιωσε πως βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, σχεδόν ένοιωθε μαθητούδι.

«Ποτέ μου δεν είπα κάτι τέτοιο». Είπε απολογητικά

«Και που έμαθε αυτή την λέξη η Δήμητρα;» Του είπε αυστηρά η δασκάλα

«Δεν ξέρω που άκουσε την λέξη κυρά δασκάλα, αλλά δεν είναι από το στόμα μου»

«Και γιατί δεν την αφήνετε να πάει στο Γυμνάσιο; Για ποιο λόγο;»

«Ούτε αυτό το είπα, ούτε πως δεν θέλω να πάει γυμνάσιο. Εκείνη λέει πως δεν θέλει να πάει»

«Και γιατί είναι μελανό το μάτι της; Θέλετε να πιστέψω πως την χτύπησε στο μαντρί ο τράγος; Αν ήταν έτσι θα της είχε βγάλει το μάτι.»

«Ε να, της έδωσε η μάνα της ένα φούσκο γιατί αντιμίλησε και ντρέπεται να το πει. Αντιμιλάει και λέει πολλά ψέματα τελευταία η θυγατέρα μου»

«Η Δημητρούλα; Μα αυτή είναι η πιο υπάκουη μαθήτριά που πέρασε ποτέ από τα χέρια μου.»

«Έτσι φαίνεται, αλλά δεν είναι. Βγάζει γλώσσα και λέει πολλά ψέματα. Σας ορκίζομαι, να μάρτυς μου ο Θεός αν λέω ψέματα.

Ο παπάς τον κοίταξε αυστηρά. «Αν λες αλήθεια, τότε να ρωτήσεις γιατί το κάνει αυτό. Θες να της μιλήσω εγώ;»

«Όχι παπά μου, δεν χρειάζεται. Παιδί είναι παρασύρεται από τις συμμαθήτριες της και γι αυτό φέρεται έτσι. Κάποια θα είπε αυτή την λέξη, την άκουσε και την επανέλαβε χωρίς να ξέρει τι σημαίνει.»

«Και με το γυμνάσιο τι θα γίνει; Μια τέτοια αριστούχα μαθήτρια πρέπει να συνεχίσει το σχολείο.»

«Ε, αν το θέλει να το συνεχίσει είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Αλλοίμονο, μακάρι να γίνει και η κόρη μου δασκάλα. Αν θέλει να παει..»

Τα μπάλωσε και τους έπεισε. Μόλις όμως βγήκε από το σχολείο το χαμόγελο πάγωσε και η φουρτούνα σκιάσε το πρόσωπο του. Έσφιξε τις γροθιές του και πήδηξε στην άμαξα μαστιγώνοντας αλύπητα την Κατίγκω που αφηνιασμένη άρχισε να τρέχει σαν τρελή χλιμιντρίζοντας από τον πόνο. Η όμορφη λευκή ράχη της κοκκίνισε από τα αίματα μέχρι να φτάσουν σπίτι του. Με τον που τον είδε η Βαγγελιώ κατάλαβε πως η μπόρα θα ήταν άγρια. Τι τον ήθελαν στο σχολείο;

«Που είναι η Δήμητρα;» Φώναξε δυνατά

«Στο μαντρί καθαρίζει τις κοπριές. Τι έγινε Δημητρό; Γιατί σε ήθελε ο Πρόεδρος;»

Δεν της απάντησε και όρμησε σαν σίφουνας στο μαντρί. Η Δήμητρα που φτυάριζε την κοπριά και την έβαζε σε ένα σιδερένιο καρότσι με ρόδες, σα τον είδε τρόμαξε. Είχε μάθει πως είχε φύγει για το χωριό, στον πρόεδρο κι από εκείνη την στιγμή η καρδιά της πέτρωσε. Ένα μαύρο πουλί που μπήκε στο μαντρί και φώλιασε σε μια προεξοχή ης στέγης, την έκανε να νοιώσει πως δεν ήταν για καλό.

«Βρωμιάρα της είπε σαν την είδε. Τι πήγες μωρή και είπες στη δασκάλα; Παστρικιά την είπες; Τώρα θα σου μάθω εγώ να ανοίγεις το στόμα σου»

Την άρπαξε από την χονδρή κοτσίδα της και αφού την έριξε στο σκατωμένο δάπεδο άρχισε να της τρίβει την μούρη εκεί πάνω Οι οσμές χώθηκαν στα ρουθούνια και στο στόμα της. Τα σπαρακτικά ουρλιαχτά της ξεσήκωσαν όλους τρομάζοντας και τα ζώα που στριμώχτηκαν σε μια γωνιά όλα μαζί.

Η μάνα της έτρεξε στο μαντρί και έπεσε επάνω στο άνδρα της νομίζοντας ότι την σφάζει.

«Μη Δημητρό, μη! Τι έκανε το κορίτσι;» είπε προσπαθώντας να τον τραβήξει από πάνω της. Όμως εκείνος βράχος σιδερένιος ούτε άκουγε, ούτε κουνιόταν. Η Αναστασία και η Ερατώ που κατέφθασαν κι αυτές άρχισαν να ουρλιάζουν μαζί με την αδελφή τους κλαίγοντας αδύναμες να βοηθήσουν. Μάνα και κόρες είχαν γίνει μια ανθρώπινη μπάλα για να προστατευτούν από το μένος του.

Την άφησε από τα χέρια του αφού πρώτα τις είχε ξεριζώσει τούφες από τα μαλλιά και μετά αφού τις έδωσε δύο δυνατές κλωτσιές που την άφησαν μισολιπόθυμη πήρε το καμιτσίκι κι άρχισε να μαστιγώνει μια την κόρη του και μια την Βαγγελιώ γιατί αυτή ξελόγιαζε τα κορίτσια και τους έβαζε λόγια ενώ η Αναστασία μαζί με την Ερατώ ούρλιαζαν δυνατά. Σταμάτησε μόνο σαν είδε αίματα.

«Ακούστε με καλά’ ακούστηκε η βροντερή φωνή του, ενώ όλες έτρεμαν από τον φόβο τους. «Σας το λέω για τελευταία φορά. Αυτά θα πάθει όποια τολμήσει και με κατηγορήσει ξανά. Γυμνάσιο και σπουδές να τα ξεχάσετε. Να ξεχάσετε και φίλες και όλα τα σούρτα φέρτα. Στο χωριό θα εμφανίζεστε κάθε Κυριακή μόνο στην εκκλησία και δεν θα μιλάτε σε κανένα χωρίς να είμαι εγώ μπροστά.

Διαφορετικά θα σας κουρέψω όλες γουλί σαν τραγιά και θα σας κλείσω στο υπόγειο με αλυσίδες να ψοφήσετε της πείνας. Όλες σας. Κι εσυ γυναίκα έτσι και δεν τις συμμαζέψεις, να τα μαζέψεις και να πας από εκεί πούρθες. Αχαΐρευτες! Σας έμπασα στο σπίτι μου, σας έκανα αρχόντισσες κι εσείς με κάνετε ρεζίλι; Αυτό είναι το ευχαριστώ;» Και πετώντας το καμιτσίκι έφυγε και χάθηκε σα σίφουνας.

NewsRoom Mykonos Ticker